κρυσταλλόπηκτος

κρυσταλλόπηκτος
-η, -ο (Α κρυσταλλόπηκτος, -ον, αρσ. και θηλ. και κρυσταλλοπήξ, -ῆγος)
παγωμένος ή πηγμένος σαν το κρύσταλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρύσταλλος + -πηκτός (< πήγνυμι), πρβλ. πασσαλό-πηκτος, σακχαρό-πηκτος. Ο τ. κρυσταλλοπήξ < κρύσταλλος + πήξ (< πήγνυμι), πρβλ. αρματο-πήξ, κλινο-πήξ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κρυσταλλόπηκτον — κρυσταλλόπηκτος congealed to ice masc/fem acc sg κρυσταλλόπηκτος congealed to ice neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρυσταλλόπηκτα — κρυσταλλόπηκτος congealed to ice neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρυσταλλοπήξ — κρυσταλλοπήξ, ῆγος, ὁ, ἡ (Α) βλ. κρυσταλλόπηκτος …   Dictionary of Greek

  • κρύσταλλος — ο, η (AM κρύσταλλος, ὁ) 1. κάθε στερεό υλικό τού οποίου τα άτομα είναι διατεταγμένα με καθορισμένο τρόπο και το οποίο παρουσιάζει κανονικότητα στην εξωτερική του επιφάνεια ως αντανάκλαση τής εσωτερικής του συμμετρίας 2. διαφανής και καθαρός πάγος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”